επιχειρηματίας — ο αυτός που ασχολείται με τις επιχειρήσεις επαγγελματικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χαροκόπος, Παναγής — Επιχειρηματίας και πολιτευτής. Καταγόταν από την Κεφαλονιά. Από νεαρή ηλικία έφυγε από την πατρίδα του και πήγε στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στη Ρουμανία, όπου ασχολήθηκε με τις γεωργικές επιχειρήσεις. Εκεί, σημείωσε τόση επιτυχία στην… … Dictionary of Greek
επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… … Dictionary of Greek
απόσβεση — Όρος που χρησιμοποιείταιμε διάφορες σημασίες σε διάφορους κλάδους, όπως η λογιστική, η οικονομία, η δημοσιονομία και το εμπορικό δίκαιο. Α. ενός χρέους είναι τρόπος τμηματικής επιστροφής του οφειλόμενου ποσού, ο οποίος βασίζεται στην καταβολή… … Dictionary of Greek
Αγγελόπουλος, Παναγιώτης — (Βλαχόραφτι Γορτυνίας 1909 – 2001). Επιχειρηματίας και ευεργέτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο Α. μεγάλωσε σε φτωχή οικογένεια και το 1922 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, μαζί με τον πατέρα του και τους δύο αδερφούς του. Τότε επιδόθηκαν στην… … Dictionary of Greek
Γκάρικ, Ντέιβιντ — (David Garrick, Χέρφορντ 1717 – Λονδίνο 1779).Άγγλος ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας και θεατρικός επιχειρηματίας. Ο Γ. υπήρξε διάσημος για τις ερμηνείες του σε έργα του Σαίξπηρ. Πρωτοπαρουσιάστηκε σε ηλικία 24 ετών στο Λονδίνο, αρχικά σε έναν… … Dictionary of Greek
παραγωγικότητα — Ειδική έρευνα των συντελεστών της παραγωγής (φύση, κεφάλαιο, εργασία) που δείχνει το μέτρο, κατά το οποίο καθένας από αυτούς συμβάλλει στον σχηματισμό του προϊόντος της επιχείρησης. Η έννοια της π. είναι ουσιαστικά οικονομική και δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
Ασλάνογλου, Νίκος — (Θεσσαλονίκη 1931 – 1996). Επιχειρηματίας και ποιητής. Οι γονείς του ήταν Μικρασιάτες και εγκαταστάθηκαν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922) στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε αγγλική φιλολογία, σταδιοδρόμησε ως επιχειρηματίας, παράλληλα όμως… … Dictionary of Greek
Ευγενίδης, Ευγένιος — (Διδυμότειχο 1882 – Βεβέ, Ελβετία 1954). Εφοπλιστής, επιχειρηματίας και ευεργέτης. Μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο ξυλείας και ίδρυσε ναυπηγεία. Το 1923 ήρθε στον Πειραιά συνεχίζοντας την επιχειρηματική του… … Dictionary of Greek